- ὀχληρός
- ὀχληρόςtroublesomemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οχληρός — ή, ὁ (Α ὀχληρός, ά, όν) (για πρόσ.) αυτός που ενοχλεί ή δυσαρεστεί κάποιον, ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικός αρχ. 1. (για συγγραφέα) προσβλητικός, υβριστικός 2. (για λόγο ή πράγμα) αυτός που προξενεί ανία, βαρετός 3. θορυβώδης, ταραχώδης. επίρρ … Dictionary of Greek
οχληρός — ή, ό ενοχλητικός, δυσάρεστος: Οχληρή επίσκεψη, παρουσία, συνάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀχληρά — ὀχληρός troublesome neut nom/voc/acc pl ὀχληρά̱ , ὀχληρός troublesome fem nom/voc/acc dual ὀχληρά̱ , ὀχληρός troublesome fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχληρότερον — ὀχληρός troublesome adverbial comp ὀχληρός troublesome masc acc comp sg ὀχληρός troublesome neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχληροτέρως — ὀχληρός troublesome adverbial comp ὀχληρός troublesome masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχληρῶν — ὀχληρός troublesome fem gen pl ὀχληρός troublesome masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχληρόν — ὀχληρός troublesome masc acc sg ὀχληρός troublesome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχληρότατα — ὀχληρός troublesome adverbial superl ὀχληρός troublesome neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχληρότατον — ὀχληρός troublesome masc acc superl sg ὀχληρός troublesome neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχληραῖς — ὀχληρός troublesome fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)